φιλοθέως

φιλοθέως
φιλόθεος
loving God
adverbial
φιλόθεος
loving God
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Φιλοθέως — Φιλόθεος loving God masc acc pl (doric) Φιλοθέω̆ς , Φιλοθεύς masc gen sg Φιλοθεύς masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφιλοθέως — ἐμφιλοθέως (Μ) φιλοθέως, με αγάπη προς τον θεό, ευσεβώς …   Dictionary of Greek

  • φιλόθεος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο στα Σαμόσατα της Κομαγηνής, τον 3o αι., μαζί με τους Άβιβο, Ιάκωβο, Ιουλιανό, Παρηγόριο, Ρωμανό και Υπερέχιο. Η μνήμη του τιμάται στις 29 Ιανουαρίου. 2. Ιδρυτής της μονής… …   Dictionary of Greek

  • ԱՍՏՈՒԱԾՍԻՐԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0333 Chronological Sequence: 8c մ. φιλοθέως deumamando, per amorem dei, pie Աստուածասէծ գոլով. աստուածսիրութեամբ. որ եւ ԱՍՏՈՒԱԾԱՍԻՐԱԲԱՐ. *Աստուածասիրապէս պարսաւել զանաստուածութիւնն եւ զանգիտութիւն զարդարեւ լաւին: Ա շեղաբար ըստ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”